στανιό

στανιό
το, Ν
1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» — γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό)
2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι
3. φρ. «με το στανιό» — ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση τού τ., οι οποίες ωστόσο προσκρούουν σε σοβαρές φωνητικές δυσχέρειες. Κατά μία άποψη, ο τ. στανιό έχει προέλθει από μσν. τ. στανέο (με συνίζηση) < επίρρ. στανέως < σθενέως < σθένος (λόγω τής τάσης τών Βυζαντινών για ασυναίρετους τ. πρβλ. ἀσθενῶς: ἀσθενέως). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη μτχ. ιστάμενος τού ἵστημι: ἱστάμενος > ἱσταμένως > σταμένως (με σίγηση τού αρκτικού ι-) > στα(με)ναίως > σταναίως > σταναιώς > στανιό. Κατ' άλλους, τέλος, ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από στενεός, άλλο τ. τού στενός (πρβλ. ἀδελφεός: ἀδελφός) είτε από στενεῖον / στενειό(ν) < στενεία / στενέα «βία, εξαναγκασμός» (πρβλ. συνήθειο: συνήθεια, συμπάθειο: συμπάθεια) < στενεύω «υποχρεώνω, εξαναγκάζω», με παραφθορά τού -ε- σε -α-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στανιό — το βία, ζόρι: Τον πάντρεψαν με το στανιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στανικός — ή, ό, Ν [στανιό] 1. αυτός που γίνεται με το στανιό, με καταναγκασμό 2. (διαλ. φρ.) «έσμιξες στανικές» ακούσιοι γάμοι. επίρρ... στανικά και στανικώς Ν με το στανιό, με εξαναγκασμό …   Dictionary of Greek

  • στανιώς — Ν [στανιό] με το στανιό, με το ζόρι …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • Μορατίν, Λεάντρο Φερνάντεθ ντε- — (Leandro Fernandez de Moratin, Μαδρίτη 1760 – Παρίσι 1828). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής. Το 1808 τάχτηκε με το βοναπαρτικό καθεστώς και γι’ αυτό, μετά την Παλινόρθωση, υποχρεώθηκε να πάρει τον δρόμο της εξορίας. Γιος του θεατρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”